-
1 сбыт
эк. η πώλησ/η, η διάθεση των προϊόντωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сбыт
-
2 сбыт
-а α. κατανάλωση•рынки -а αγορές κατανάλωσης•
заниматься -ом краденного πουλώ κλεμμένα (κλοπιμαία).
εκφρ.иметь, находить сбыт – έχω, βρίσκω καταναλωτές (αγοραστές).